Ας είν’ ψηλά σου τ’ όνειρο, τη μέρα μην το φτάνεις.
με ξύλα να ταΐζει του ήλιου τη φωτιά να παίρνεις φως
κι όταν σωθεί η φωτιά και οι σπίθες γίνουν άστρα σου
ας σβήνει ένα ένα αυτά, χαϊδεύοντας με τα βρεγμένα δάχτυλα
το περισσό το φως να στοιχειωθεί που σου κρατά ανοιχτά τα βλέφαρα.
.........................................................................................................
Κι όταν γλυκά αποκοιμηθείς, θα το στολίσει ο ουρανός με χρώματα
δυο ψιχάλες της βροχής πίσω απ’ τα αυτιά θα ρίξουν άρωμα ακριβό
θα ντύσουν οι πλανήτες το γυμνό κορμί του με ασημόσκονη
και το φεγγάρι θα χτενίσει τα μαλλιά, λυτά, να χύνονται στην πλάτη
σαν τη συννεφόσκαλα κατηφορίζει, να ομορφαίνει η προσμονή
.......................................................................................................
Αχόρταγο, θα σου βρει τις ελπίδες σου, θα χαϊδευτεί μαζί τους
και θα ναι τ’ όνειρό σου όσο όμορφο το θες εσύ, πλασμένο στις ορέξεις σου
θα κάνει ότι του ζητάς, θα ζει στη δούλεψή σου
μέχρι να δει τη χαραυγή…τότε τ’ όνειρο τ’ ασημί πάλι θ’ αφήσεις
ξέρεις πώς πια δε θα χαθεί, αφού δίχως τον ύπνο δε μπορείς να ζήσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου