Ποτέ της δε τη συνήθισε. Όλη μέρα κινείτο πέρα δώθε μέχρι εκεί που πρόσταζε το μήκος της αλυσίδας αλλά πάντα πίστευε πως υπάρχει το λίγο παραπέρα. Και καθώς έκανε εκείνο το βήμα το παραπάνω, το διαβολεμένο τράνταγμα των πειθαρχημένων σιδερένιων κρίκων τη γύριζε πιστά στη θέση της. Στην αρχή τής «έφαγε» τις τρίχες. Έπειτα της έκανε πληγές. Μα εκείνη δε σταμάτησε ποτέ της να τραβά με μανία την αλυσίδα. Ίσως, την εμπόδιζε η συνήθεια να σταματήσει. Ώσπου έφτιαξε ένα ανεπούλωτο σημάδι στο σβέρκο της… να της θυμίζει παντοτινά πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία.
Ο κυρ Μένιος ήταν κυνηγός. Χτισμένο από ξύλα είχε φτιάξει το καλυβάκι του και αποφάσισε να περάσει τη ζωή του στο βουνό. Είχε σκοτώσει σχεδόν όλα τα ζώα. Δεν του ‘λειπε τίποτα από τη συλλογή του και μια περίεργη μονοτονία άρχισε να τον καταβάλλει. Ώσπου, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, 12 χρόνια πριν, καθώς περπατούσε βαριεστημένα, σ’ ένα μονοπάτι του βουνού συνάντησε τη λύκαινα μωρό και μόνη, κουλουριασμένη σ’ ένα χωμάτινο λαγούμι.
Ο κυρ Μένιος γνώριζε καλά αυτά τα ζώα. Δεν εκπαιδεύονται, δεν υποτάσσονται, δε διαφεντεύονται. Του το εξιστόρησαν όσοι μεγάλοι κυνηγοί θαύμαζε. Μα ποτέ του δεν πείστηκε γι’ αυτό. Ήταν βέβαιος πως αν ασχολείτο ο ίδιος θα κατάφερνε να εκπαιδεύσει το ελεύθερο κείνο ζώο. Γονάτισε, την πήρε στην αγκαλιά του και την έχωσε στη μεγάλη αριστερή τσέπη που είχε το μαύρο πανωφόρι του. Την πήρε σπίτι του από ένα καπρίτσιο.
Ο κυρ Μένιος ήξερε πως το ατίθασο ζώο θα δήλωνε υποταγή μόνο αν έπαιρνε ένα κομμάτι κρέας από το χέρι του δίχως να του το δαγκώσει. Προσπάθησε πολλές φορές αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γεμίσει τα χέρια του πληγές. Δε μπορούσε να αποδεχθεί ότι το ζώο που ζει επειδή ο ίδιος αποφάσισε να ζήσει δεν έδειξε διόλου τον απαραίτητο σεβασμό για τον ευεργέτη του! Οπότε, δώδεκα χρόνια μετά, αποφάσισε ν’ ανταλλάξει την ελευθερία της με μία τελευταία του προσπάθεια. Αφού έλυσε τη λύκαινα, έσκυψε μπροστά της και της είπε: -σου χαρίζω τη ζωή σου! Απλά, φάε το τελευταίο κομμάτι κρέας από το χέρι μου…δίχως να γευτείς το αίμα μου, άτιμο πλάσμα.
Ο κυρ Μένιος έβγαλε τα πέτσινα γάντια του. Έσκυψε μπροστά στο άγριο ζώο κρατώντας ένα κομμάτι ωμό ελαφίσιο κρέας. Η λύκαινα κοντοστάθηκε άφοβα μπροστά του. Τα μάτια της έσταζαν οίκτο για κείνον. Γνώριζε ότι εξαιτίας του δεν έτρεξε ποτέ σε πράσινα λιβάδια, δεν είδε το φεγγάρι ολόγιομο καθώς την εμπόδιζαν πάντα μια σειρά σιδερένιες βέργες, δεν άκουσε τον αντίλαλο της φωνής της στην άγρια ράχη ενός βουνού, δεν ένιωσε μάνα, δεν έβρεξε το ρύγχος της στα κρύα νερά του ποταμού αν και απείχε μόλις εκατό μέτρα από το κλουβί της.
Μα, παρόλα αυτά, ο οίκτος δεν έλεγε να φύγει από το βλέμμα της.
Πλησίασε με θάρρος το χέρι του. Ο ιδρώτας του κυρ Μένιου μύριζε έντονα στα ρουθούνια της και η αγωνία του να πετύχει έπαλε ακανόνιστα το απλωμένο του χέρι. Άκουσε ένα δυνατό γέλιο καθώς έβαλε στο στόμα της το κρέας, γλείφοντάς του στοργικά το χέρι.
-Τώρα μπορείς να φύγεις, της είπε με σταθερή φωνή.
Εκείνη στράφηκε προς το κλουβί. Βρέθηκε δίπλα του με δυο δρασκελιές.
Έσκυψε το κεφάλι της και άφησε το κρέας που είχε στο στόμα της δίπλα στην αλυσίδα. Δε γύρισε να κοιτάξει τον κυρ Μένιο. Δεν αισθάνθηκε νικήτρια…απλά, ελεύθερη.
Έτρεξε στην όχθη του ποταμού και βούτηξε το ρύγχος της στα κρύα νερά για λίγα λεπτά της ώρας. Τα δάκρυά της δεν ανέβασαν ούτε τόσο δα τη στάθμη του νερού.
Ξάφνου, κοίταξε ψηλά, διάλεξε βουνό…χάθηκε…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου