Η φλογέρα αφήνει τη σκιά της ανάμεσα στα κλαδιά τούτου του θεόρατου πλάτανου.
Ο αγέρας φυσά μουσική και τα φύλλα θροΐζουν φτιάχνοντας καλλίγραμμες φιγούρες στο άγγιγμά του. Κάθε φορά και από μια διαφορετική• μην πλήξει ο δόλιος και πάψει να τα διασκεδάζει τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Η πέτρινη βρύση του βουνού στάζει γλυκό αθάνατο νερό μέσα από τη δροσερή ψυχή της και ποτίζει με μανία τον τεράστιο κορμό του όμορφου δέντρου.
Οι ελικοειδείς ρίζες βουλιάζουν βαθιά στο σταχτί σκούρο χώμα σφιχταγκαλιάζοντας τη μάνα γη ως σαν έφηβες κόρες που ποθούν μητρική στοργή.
Ο πλάτανος δεν παύει να παίρνει μπόι και κουράζει ολοένα και περισσότερο τα γέρικα σκουλήκια καθώς σέρνουν πάνω στο τραχύ του σώμα να πλησιάσουν την κορφή. Δεν αποζητούν παρά έναν ένδοξο θάνατο στο ράμφος του κότσυφα.
Η θρεμμένη σκιά του δέντρου κρύβει τον δυνατό ήλιο από τα ευαίσθητα ανοιχτά μάτια του δεξιοτέχνη σκίουρου, που δεν τυφλώνεται πια την ώρα που γαντζώνεται στο κλαδί, ύστερα από ένα γιγάντιο σάλτο.
Ο μέρμηγκας λέει στον πλάτανο πότε θα ‘ρθει η βροχή. Κάποτε κουβαλούσε ένα τσόφλι καρυδιού στην πλάτη. Το άτιμο γλίστρησε σε μια πλαγιά ενός χαλικιού και του ‘σπασε δυο δεξιά γόνατα. Από τότε νιώθει κείνο το τσουχτερό τράβηγμα στα πόδια τα σπασμένα καθώς η βροχή τον πλησιάζει. Τ’ αφιλότιμα τα κόκαλα δεν κόλλησαν καλά• η υγρασία δεν το ξεχνά και κάθε φορά τα γλύφει με πόνο.
Η γριά αλεπού ακούει εύκολα τις βρόχινες προειδοποιητικές κραυγές του μέρμηγκα. Τα χρόνια δεν της έριξαν την ακοή και έτσι, μαζεύεται σβέλτα πίσω και χώνεται στη μεγάλη σπιτική κουφάλα του φιλεύσπλαχνου πλατάνου. Ποτέ δεν λησμονά τη φιλοξενία του και για να τον ευχαριστήσει του μεταφέρει κάθε κουτσομπολιό από μέρη όπου τα μάτια του δε φτάνουν να δουν. Ξέρει ότι ο πλάτανος γουργουρίζει από ηδονή ακούγοντάς την• και ας ειν’ και παραμύθια. Κείνος τα δέχεται. Έχει μια «λαπουδιάρικη» έπαρση η περιγραφή της που τον σαγηνεύει. Εν αντιθέσει με κείνα τα δακρύβρεχτα «υγρόλογα» του μαύρου σύγνεφου που στέκει πεισματικά πάνω απ’ το κεφάλι του• κείνα τα ‘χει για ξέπλυμα.
Οι άνθρωποι τον θαύμασαν τούτο τον πλάτανο. Χάθηκαν πολλές γενιές περιμένοντας να ξεραθεί. Σαν το κατάλαβαν πως θα ‘χει ζωή πιο πολύ κι απ’ τα παιδιά τους, του κάρφωσαν ένα ξένο σανίδι πάνω στον κορμό• θα’ χει, δε θα ‘χει 2 μέτρα πάνω απ’ τη γη. 1210, γράφει πάνω, χαραγμένο…εκεί στο Πήλιο, στην Πορταριά.
Ήταν η μόνη φορά που πόνεσε ο πλάτανος. Πότε άλλοτε.
Άλλωστε, έμαθε και στέκει αγέρωχα, αντάμα και χώρια απ’ τον κοπιασμένο χάρο.
Ξέρει πως δεν έχει τίποτα να του πάρει από τ’ απλά!!!
Υ.γ.: Αφιερωμένο στον Βασίλη, στον Γιάννη, στη Χριστίνα…και στα παιδιά
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου