Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ο Αϊνστάϊν ήταν Βαμπίρ!

parastatidisΟ Γκάλβιν έμαθε να φυλάγεται στην τρύπα που έφτιαξε με τα χρόνια η βροχή στο πέτρινο βουνό. Εκεί μάζευε τις πέτρες και περίμενε μαζί με την υπόλοιπη αγέλη στην μαρμαρένια είσοδο φοβισμένος την πρόοδο. Στον παραμικρό ήχο πετούσαν όλοι μαζί τις πέτρες που είχαν στα χέρια τους και απομάκρυναν ευκαιριακά τον κίνδυνο. Από κάποιες πέτρες που τρίφτηκαν μεταξύ τους, ο Γκάλβιν γνώρισε τη φωτιά. Δώρο θεών, θεόσταλτη, τους ζέσταινε στη γύμνια τους και γινόταν ο καλύτερος σκοπός στη φύλαξή τους. Ο Γκάλβιν την κοίταζε πάντα μισόματα, παράξενα. Μακριά της πάντα κρύωνε και δίπλα της καιγόταν. Τον ξένιζε αυτή η απλοχεριά ανακατεμένη συχνά με εσωστρέφεια. Τον ενοχλούσε διότι δεν ήταν αυτός που κανόνιζε την απόσταση μεταξύ τους αλλά εκείνη. Ώσπου μια μέρα θυμωμένος την πλησίασε και έχωσε βαθιά το χέρι του μες την καρδιά της. Εκείνη τον εδάγκωσε και κείνος τινάχτηκε πίσω έντρομος. Δεν την θέλησε στη ζωή του τη δαιμονισμένη. Πήγε στη διπλανή παρέα που ζεσταινόταν γύρω από μιαν άλλη φωτιά κι έψηναν με καλάμια κάτι άγρια μανιτάρια από την στάχινη ράχη του διπλανού βουνού. Προσπάθησε να τους περιγράψει πόσο κακό μπορούσε να τους κάνει αυτό το κίτρινο θεριό μα εκείνοι αδιαφόρησαν. "Του ήταν τόσο δύσκολο το κάψιμο να περιγράψει με κραυγές".

Ο Γκάλβιν ζήτησε βοήθεια απ’ το μέλλον. Γύρισε το χρόνο εμπρός στη σκέψη του. Καθώς περπατούσε ανάποδα, θυμήθηκε τη μητέρα του να του λέει πόσο αποξενωμένος έγινε από τότε που του αγόρασε τον καταραμένο υπολογιστή. Ποτέ της δεν τον δέχτηκε. Κάνοντας λίγα βήματα πιο πίσω, αναπόλησε τις στιγμές που καθόταν και χάζευε την ασπρόμαυρη τηλεόραση που είχε φέρει ο θείος του ο καπετάνιος από τα ξένα! Η μάνα του δεν άλλαξε τροπάριο αν και τον είχε λατρεία τον αδερφό της, το θείο του Γκάλβιν.
-θα χαλάσουν τα μάτια σου από αυτό το αναθεματισμένο κουτί. Τι το ‘ θελε ο θείος σου και το ‘φερε στα πόδια μας.


Πριν απ’ αυτό, θυμήθηκε τον πατέρα του να γυρίζει σπίτι ένα πρωί κρατώντας στα χέρια του το πρώτο τηλέφωνο της γειτονιάς. Καθώς μας εξηγούσε πως δουλεύει, η μάνα του σηκώθηκε και έκανε βόλτες στο διάδρομο της κουζίνας. Ξάφνου, σταμάτησε, κοίταξε τον πατέρα του και του ‘πε:
-εμένα δε μ΄ αρέσουν αυτά. Όταν λες κάτι σε κάποιον, το σωστό είναι να τον κοιτάζεις στα μάτια.


Η μητέρα του Γκάλβιν ήταν αυστηρή δασκάλα. Μια μέρα, στο μεσημεριανό τραπέζι του έλεγε πως έδιωξε έναν μαθητή της, τον Έντισον, από το σχολείο ως καθυστερημένο. Έτσι, εκείνος αναγκάστηκε να δουλέψει στον σιδηρόδρομο κι αργότερα ως τηλεγραφητής. Αυτή η δεύτερη δουλειά τον ώθησε και ανακάλυψε το λαμπτήρα. Όταν το είπαν στη μάνα του, τους είπε με περισσή σιγουριά:
-Εγώ ένα φως ξέρω και αγαπώ. Το φως του ήλιου. Όταν εκείνος σβήνει, σέβομαι το σκοτάδι του και λογαριάζω την επιθυμία του να ξεκουραστεί.


Εκεί ο Γκάλβιν κοντοστάθηκε. Έκανε μια στιγμή ένα βήμα εμπρός. Του έκλεψε την προσοχή μια φούσκα γεμάτη από λόγια της μάνας του για τον Αϊνστάϊν:
-ευτυχώς βγήκα στη σύνταξη και τούτον δεν τον πέτυχα. Η σκέψη ότι η βαρύτητα παραμορφώνει το χώρο και οι οριακές ταχύτητες το χρόνο ξοδεύει ως καύσιμο το αίμα απ' το κεφάλι μου για να σταθεί στα πόδια της. Ένα βαμπίρι είναι ο άτιμος που μου ρουφάει το αίμα και εγώ αδύνατη και αδύναμη, πασπαλίζομαι με σκόρδο να διώξω τις ορέξεις του.
Τότε, ο Γκάλβιν ανακάλυψε πως ο λόγος που η Μίλεβα Μάριτς δεν παντρεύτηκε τον Αϊνστάιν ήταν διότι η μάνα του της ρουφιάνεψε σε ένα πρωινό καφέ πως θα της πιει το αίμα.


Η μάνα του Γκάλβιν ήταν σταθερός άνθρωπος. Κατασταλαγμένη στις απόψεις της. Ήξερε τι ήθελε και πώς να το πάρει. Ήξερε τι την φόβιζε και ποτέ της δεν εξοικειώθηκε με τον φόβο. Δεν της άρεσαν τα πειράματα. Εξού και η μεγάλη αντιπάθεια που έτρεφε για τον Φαραντέι:
-ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να πειραματιζόμαστε. Δε θέλω η ζωή μου να γίνει καλύτερη η χειρότερη. Εγώ θέλω να παραμείνει η ζωή μου.


Επιτέλους, ο Γκάλβιν κουρασμένος από τις πολύχρονες αντιρρήσεις της μητέρας του, συνάντησε μία εφεύρεση που η μητέρα του ασπάστηκε. Το χριστιανισμό. Η μητέρα του Γκάλβιν πάντα μιλούσε με δέος για το Χριστό διότι θεωρούσε πως της έδινε μασημένα όσα πίστευε αλλά πολλές φορές η ίδια αμφισβητούσε λόγω έλλειψης γνώσεων. Ο Γκάλβιν τη θυμάται να λέει στη σταύρωση:
-Όλα τα καλά παιδιά τα φονεύουν…Mon dieu!

Ο Γκάλβιν παρατήρησε πως ο χριστός ήταν ο μόνος εφευρέτης που της άρεσε. Δεν μπόρεσε να το αποδώσει κάπου. Ίσως διότι τη μάγευαν τα γαλάζια του μάτια. Το Δωδεκάθεο πάντα το έβριζε. Εκείνος ο άτιμος ο Δίας της προκαλούσε φόβο. Πάντοτε κρυβόταν κάτω απ’ το τραπέζι στης μπόρας κάθε κεραυνό: -Μια ζωή κυνηγά να με χτυπήσει με την αστραπή του επειδή «μου» δεν τον χώνεψα!Και γιατί να συμπαθήσω τον άνθρωπο που μεταμόρφωσε την Ήρα σε κατσίκα από το συνεχές κέρατο;


Η μάνα του Γκάλβιν, πέρα από φεμινίστρια, ήταν υπέρμαχος της σεμνότητας και της ταπεινοφροσύνης. Δυο πράγματα που δίδασκε στο γιο της ανά τους αιώνες. Ίσως, γι’ αυτό έβριζε στο άκουσμα του ονόματος του Αρχιμήδη:
-Και κείνος ο αλήτης βγήκε γυμνός στους δρόμους να διακηρύξει τι; Το αυτονόητο. Όταν κάτι κατεβαίνει, κάτι άλλο ανεβαίνει. Τώρα, τι του ανέβηκε μες την μπανιέρα…δε μπορέσα…απ’ όσα είδα… να καταλάβω!

Η μητέρα του Γκάλβιν έβλεπε με την άκρη του ματιού της το γιο της να βάζει το κεφάλι του στα γόνατα, κάπου εκεί, στην άκρη της σπηλιάς και να κλαίει. Το μέλλον δεν τον βοήθησε, απλόχερα τον πρόδωσε. Το χέρι του είχε κοκκινίσει και γέμισε φουσκάλες απ’ το κάψιμο. Η καρδιά της μάνας σκίρτησε από πόνο μα δεν τον πλησίασε καν. Κοίταζε αλλού, μέχρι το βράδυ να φανεί.
Σαν όλοι ξάπλωσαν, πήρε τον πέτρινο κουβά στον ώμο και πήγε μέχρι το ποτάμι. Τον γέμισε με μιας νερό. Γύρισε πίσω στη σπηλιά. Ύπουλα, έσβησε κάθε φωτιά. Κάθε σπίθα που λάβωσε το γιο της.
Δεν την ένοιαξε μήτε την έσκιαξε ποτέ που την αποκαλούσαν υπερπροστατευτική.
"Αυτή πάντα έβρισκε τον τρόπο να φυλάσσει το σπλάχνο της απ’ το καινούργιο"!