Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Τστούλι ...στη σούβλα


Άλλα μέτρα με ίδια σταθμά

O Γιώργος Σουφλιάς σκέφτεται να παρέμβει δραστικά και να τροποποιήσει τις ελληνικές παροιμίες του θυμόσοφου λαού μας. Μάλιστα, αποφάσισε να κάνει ποδαρικό πρόσφατα, παραλλάσσοντας μια γνωστή παροιμία ως εξής:
“Στου κουφού τη βίλλα, όσο θέλεις βρόντα”!
Να δούμε πότε θα τους βροντήξουμε και μεις, που μας πειράζουν τις παραδόσεις!!!
Το “επίκαιρο” αποφάσισε να… προτείνει και αυτό μια παραλλαγή της ίδιας παροιμίας, μια και η πράξη αυτή “νομιμοποιήθηκε” από τον Σουφλιά:
“Στου κουφού τη γειτονιά, πάρε το μυστρί και χτίσε”!

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Kόπηκε το ...ρεύμα


Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Γυπάνθρωποι…Η μεταμόρφωση

Οι γύπες χτύπησαν δυνατά τα φτερά τους να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο ταξίδι μου. Απαίτησαν την προσοχή μου άκομψα, με θράσος.
Το κυκλικό τους πέταγμα συνέχισε με εμμονή πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ακούραστοι ιπτάμενοι οδοιπόροι σε στοιχειωμένη τροχιά να βασανίζουν τη σκέψη μου.
Οι φωνές τους άχαρες, άρρυθμες μου τρυπούν τα τύμπανα και σκαλίζουν τα πληγωμένα νεύρα μου.
Μαζεύτηκαν περισσότεροι, μαύρισαν τον ουρανό, έκρυψαν τον ήλιο, σκοτείνιασε τ’ όνειρο που ’χα σταματημένο από μικρός ακόμη.
Τόσοι πολλοί μαζεύτηκαν, μύριους μετρώ, άφιλοι και απόξενοι ανταγωνιστές γυρεύουν σάρκα να θρέψουν την απληστία τους.
Τους βλέπω και κουράζομαι, αμέτρητοι διεκδικητές στην πλάτη μου, κανείς τους δεν περνά μπροστά, περιμένουν να πέσω.
Στέκω καλά στα πόδια μου, πιάνω έναν στα χέρια μου, του στρίβω βίαια το λαιμό και τον κρεμώ στον ώμο μου νεκρό, πιστεύω έτσι θα σκιαχτούν.
Το αίμα μύρισε ζεστό, τους άνοιξε τη διάθεση, ντοπαρισμένοι αμαρτωλοί που κυνηγούν να βάψουν κόκκινα τα ράμφη τους.
Φοβάμαι πως δε θα χαθούν, κλέβουν ζωή απ’ το θάνατο, φοβάμαι τις ορέξεις τους.

Αρχίζω· τρέχω γρήγορα να σώσω το τομάρι μου, κουνώ τα χέρια ρυθμικά σαν δυο φτερά τεράστια, ξάφνου κοιτάζω κάτω μου, βλέπω τη γη από ψηλά, πετώ κι εγώ μ’ όλους μαζί, έγινα γύπας, σώθηκα…
Και αυτοί; Απλά περνάνε δίπλα μου, δίχως να με παρατηρούν, αδιαφορούν, κενή η μεταμόρφωση.
Υπάρχει μία διαφορά, μονάχα μία διαφορά, δε στέκονται ξοπίσω μου, τώρα μπορούν και προσπερνούν.


Και το χειρότερο απ’ όλα; Είναι πως με πειράζει.