Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Μια Ηπειρώτισσα Γυναίκα


Μια περίεργη ηρεμία έχει το σπίτι. Όχι το δικό μου. Μα σα δικό μου να ᾽ναι. Το ´ξερα, το περίμενα. Αυτό θα ήταν το συναίσθημα της επιστροφής. Ηρεμία.
Πάντα έτσι αισθανόμουν εδώ. Ηρεμία. Μα αυτή είναι διαφορετική. Έχει μια πίκρα τούτη τη φορά, ανείπωτη, σιωπηρή.
Δεν την πρωτοσυνάντησα σε τούτο το σπίτι τη Χρυσάνθη μα εδώ είναι που τη γνώρισα, την ένιωσα.
Μου πήρε μια μέρα να τη μάθω. Λιγότερο ακόμη να την καταλάβω. Δεν είχε κάτι να κρύψει πέρα από αγάπη. Και κείνη δε μπορούσε να την κρύψει διόλου.
'Καλώς το καμάρι μου'. Έτσι με προσφώνησε σαν μ᾽ είδε και μου ᾽βαλε, χωρίς περιστροφές, ένα μεγάλο πιάτο με ζεστό φαγητό και κρύο κατακόκκινο μισοζαχαρωμένο καρπούζι για επιδόρπιο. Αρχές καλοκαιριού θα ᾽ταν τότε που μου πρωτόστρωσε στο μπαλκόνι. Η θέα είχε βουνό. Σκορπισμένα πράσινα δέντρα πάνω του, παντού. Σαν κείνα να φυσούσαν και μου ´ρχοταν στα μούτρα ένα γλυκό δροσερό αεράκι...

Ξεκίνησα να τρώω γρήγορα, όπως πάντα. Κείνη με κοίταζε ζεστά. Ήθελε να το φάω όλο. Το ´νιωθα. Έτσι και έκανα. Μόλις τελείωσα και το τελευταίο κομμάτι καρπούζι την κοίταξα στα μάτια. Όπως κοίταζα τη μάνα μου όταν έκανα κάποιο παιδικό κατόρθωμα. Και κείνη με κοίταξε με ικανοποίηση, με αγάπη. Σα μάνα μου. Αυτό ήταν. Το αισθάνθηκα τόσο έντονα μέσα μου κείνο το βλέμμα, το δυνατό, το μητρικό. Μου ´φτασε να την αγαπήσω αμέσως. Να νιώσω ηρεμία. Να αισθανθώ σα σπίτι μου.
Δυόμισι μήνες έμεινα στο σπίτι. Πηγαινοερχόμουν μέρα παρά μέρα. Χακί φορούσα, συνηθισμένο. Λες και ήταν χθες. Λες και ήταν μια ζωή.
.....
Η Χρυσάνθη ήταν το τζάκι του σπιτιού.
Τους μάζευε όλους γύρω της. Είχε και ένα πραγματικό, μα κείνο δε φτούραγε μπροστά της. Απ´ έξω ζέσταινε καλά, μα όχι από μέσα.

Η Χρυσάνθη πάντα ήξερε πότε να κάνει τί.
Κάποτε γινόταν αρχηγός, κάποτε η τελευταία.
Κάποτε ήταν εκεί, δίπλα μας, σαν τη θέλαμε, κάποτε έλειπε. Τότε που λέγαμε τα μυστικά μας.
Κάποτε γινόταν στοργική, κάποτε αυστηρούλα. Εκεί, δε μ´ έπειθε, η αλήθεια. Δεν το ´χε τούτο, δεν το ´θελε. Το ´κανε επειδή έτσι έπρεπε, έτσι θα της το ´πε η μάνα της, η γιαγιά της.

Η Χρυσάνθη έφτιαχνε καλύτερα απ´ όλους τη λαχανόπιτα.
Πώς τα κατάφερνε; Δεν είχε μυστικό η νοστιμιά. Δεν ήταν το λάχανο, το φύλλο το μπαχάρι. Αγάπη έβαζε μέσα πολλή, που πάντα της περίσσευε. Αγάπη.
....
Τούτη τη φορά η Χρυσάνθη λείπει από το σπίτι. Δεν είναι εδώ, έφυγε. Ρώτησα το εγγόνι της, τον Βασίλη. 'Πού είναι η γιαγιά καμάρι μου'; Και κείνος μικρούλης, δε μιλά, μα απάντησε. Μου ´δειξε τον ουρανό. Κοίταξα γύρω μου, ξανακοίταξα. Την έψαξα. Ήταν παντού και πουθενά. Ξάφνου την είδα στη φωτογραφία στο ράφι. Με κοίταζε με κείνο το ίδιο βλέμμα.
Της φώναξα μέσα μου: Πού πας; Γιατί έφυγες; Κάτι ξέχασες κυρία Χρυσάνθη. Τη λαχανόπιτά μου να φτιάξεις.
Και κείνη μου απάντησε: Γεμάτο είναι το σπίτι λαχανόπιτες. Κοίταξε γύρω σου. Στους τοίχους, στις πόρτες, στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν τις βλέπεις; Το λάχανο λείπει, το φύλλο και το μπαχάρι.
Αφιερωμένο στην οικογένεια T.
Με αληθινή αγάπη,
Σ.Π.