Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Πάλι μούσπασαν τ’ αυγό!

Μεγάλη Παρασκευή.
Άλλη μια φορά πέρασα κάτω από τον Επιτάφιο. «Σύ(ρ)ριζα» από το νεκρό.
Ο Εσταυρωμένος περίμενε καρτερικά να προσευχηθώ και να αποκαταστήσω τις ιδέες του. Είναι ζήτημα ηθικής τάξεως… Παράδοσης-παραλαβής… Και σαν τελειώσω το σταυρό και επιβραβεύσω με ένα φιλί την κασέλα με τις πολιτικές μου ελπίδες έχοντας κάνει το καθήκον μου απέναντι στους συντρόφους μου, το Θεό και σε όποιους άλλους έπρεπε, τότε γαληνεύω!
Βγαίνω από την εκκλησία, ξεκούραστος από κακές σκέψεις, για οινοποσία στο μπαράκι της γειτονιάς.
Μόλις με «φτιάξει» το κρασί, διαπραγματεύομαι την ένταση της μουσικής με τον άθεο ιδιοκτήτη που κρατάει τους «τύπους», μην τυχόν και χάσει θρησκόληπτους θαμώνες που ψάχνουν εναγωνίως για σύγχρονους πολιτικούς Ιούδες.
Πάντα κάποιος φταίει, μας διδάσκει η Ιστορία. Πάντα κάποιος πρέπει να πληρώνει… Το τίμημα τού ότι είμαστε άνθρωποι.

Έρχεται και το Σάββατο.
Κακώς είναι Μεγάλο. Μια απλή μέρα προετοιμασίας.
Πώς να δικαιολογήσω μια ολόκληρη μέρα μόνο για προσμονή! Αλλά είναι και η επιλογή. Ίσως χρειάζεται προσοχή στη διαλογή.
Ποιος θα είναι ο τυχερός; Ποιον θα αναστήσουμε πάλι; Πάντως, θα προτιμούσα να μην είναι νεκρός. Και ας είναι άδειος ο Επιτάφιος…
Στις δώδεκα ακούγονται τα όπλα να γιορτάζουν σε ρυθμούς καμπάνας, να σημαίνουν το τέλος της δοκιμασίας. Σαράντα μέρες δοκίμαζα γεύσεις. Μεγάλη εφεύρεση η σόγια!
Ποιος είναι άραγε ο σύγχρονος Έντισον;
Εγώ πάντως, και δοκίμασα και δοκιμάστηκα. Δύο σε ένα. Σαν σαμπουάν κατιτίς…Να διώξω την κομματική πιτυρίδα. Μπας και αρχίσουν να σκέφτονται. Ποιοι; Οι άλλοι, όχι εγώ… Μην κουραστώ!

Κυριακή μεσημέρι.
Και να ’μαι πάλι γύρω από τα έθιμα. Τα στηρίζω με βουλιμία.
Το αρνί γυροφέρνει το κάρβουνο, έτοιμο να θυσιαστεί, να μπει στη φωτιά…Τετράποδος Μουτζαχεντίν…Να μεταφέρει την πείνα μου από γενιά σε γενιά.
Με ίχνη λησμονιάς κοιτώ τους συγγενείς μου. Λες και δε θα ’χει του χρόνου…
Δίνουν μια στρογγυλάδα στο γιορτινό τραπέζι. Κρατάνε μόνο τα καλά. Με λούζουν αφυδατωμένες ευχές, καθώς μου σπάζουν το αυγό. Και ήταν μικρό και μυτερό. Δοκιμασμένο στα δόντια μου. Έβγαζε αυτόν τον μεταλλικό ήχο της νίκης.
Το καθαρίζω και … άσπρο πάτο! Να πάνε κάτω τα φαρμάκια !
Φεύγω με βαρύ στομάχι, όχι από αυτά που άκουσα, αλλά από αυτά που έφαγα.
Κάθε χρόνο τα ίδιο λάθος. Το παρακάνω με το φαΐ.
Πότε επιτέλους θα βάλω μυαλό;
Πότε θα βάλω μέτρο στη ζωή μου;
Πολιτικά πάντα. Να μην ξεχνιόμαστε!!!

Δίποδο σκυλί

Dwel_handpuppet_dog_LRG

Πέρασε ο καιρός που έντυνα τον εαυτό μου με τα ρούχα σου,

φόραγα το αποσμητικό σου

και αλήτευα στις γειτονιές.

Τότε μύριζε το άρωμα σου έντονα, τραβηχτικά.

Γλυκιά συνήθεια ήσουν, συνέχεια κοντά μου.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι τριανταφυλλιές σε μέθαγαν με τις ευωδιές τους

και το γλυκό εαρινό βήμα σου κυκλόδενε τα πόδια μου δίχως να πέφτω κάτω.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, η εγκατάλειψη. Έφυγα…

Πέρασε ο καιρός που το ποτήρι του καφέ

χτύπαγε άτσαλα τα δόντια μου.

Τότε που το γέλιο της πυγολαμπίδας δεν άντεχε τη μέρα μου.

Και οι άσπαρτοι αγροί ξεκούραζαν το μέλλον μου.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι αμυγδαλιές σου πρόσφεραν τον καρπό τους απλόχερα

και η τροφή μου είχε στο στόμα μου τη γεύση σου.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, η εγκατάλειψη. Ξέφυγα.

Πέρασε ο καιρός που τα μάτια μου κοίταζαν με προσήλωση

τον πετρωμένο τοίχο σου.

Τότε που φώναζα μόνο να φοβηθώ εγώ, φώναζα μέσα μου.

Και συ καμάρωνες το δίποδο σκυλί, εμένα,

σαν άκουγα στο πρόσταγμα.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι πλάτανοι σου κέρναγαν σκιά το ηλιομεσήμερο, και γω,

ήλιος που δρόσιζα,

σου ’βρεχα τον ιδρώτα μου.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, σε στερήθηκα. Σώθηκα.

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

Άτιμες ...τιμές


Τα «ανάθεμα…»

Μυρίζω τα σκέλια σου, μάνα γη, και ξαναγεννιέμαι…
Αυτή η έντονη οσμή κλωτσάει απ’ τα ρουθούνια μου τα «ανάθεμα…»
Τόσο φυσική, που δε μπορώ να τη μπερδέψω με τη βρώμα
Τόσο φιλική, που δε μπορώ να την αλέσω μ’ ευωδιά


Τα «ανάθεμα…» τα ανθρώπινα, τα δήθεν απαραίτητα…
Καίνε με μίσος τη φωτιά και κυβερνούν το ψύχος
Αναστημένα ερπετά τυλίγονται στα πόδια μου
Σπαρταράει ο αυθορμητισμός, καθώς τον ξεψυχώνω


Σφυρί και αμόνι τα «ανάθεμα…»· βολεύομαι, δημιουργώ
Στα πόδια επάνω των σταχτών που άφησές μου πρόγονε
Νομίζω έτσι σε τιμώ και πελεκώ αρνιά σγουρά
Όσα για να υπνωτιστώ στου φεγγαριού το κρύο φως


Κοκκίνισαν τα χέρια μου στις άκρες των δακτύλων μου
Ντροπαλές φιγούρες σκιάζουν τα όνειρα που ’χα νωρίς το πρωί
Κοιτάζω στις παλάμες τις γραμμές που με κρατάνε ζωντανό
Άσεμνα πληκτρολογώ τα σκονισμένα γράμματα


Μυρίζω τα σκέλια σου, μάνα γη, και ξαναγεννιέμαι…
Η πρώτη σκέψη, η αληθινή· αυτή ποθώ, αυτή είμαι εγώ
Γυμνή και απροστάτευτη να μαστιγώνει ενοχές
Σκορπίζουνε τα «ανάθεμα…», τα πρέπει μου, για μια στιγμή· ομολογώ


Ανάθεμά σε, μάνα γη… με κάνεις τόσο ευάλωτο…