Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Δίποδο σκυλί

Dwel_handpuppet_dog_LRG

Πέρασε ο καιρός που έντυνα τον εαυτό μου με τα ρούχα σου,

φόραγα το αποσμητικό σου

και αλήτευα στις γειτονιές.

Τότε μύριζε το άρωμα σου έντονα, τραβηχτικά.

Γλυκιά συνήθεια ήσουν, συνέχεια κοντά μου.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι τριανταφυλλιές σε μέθαγαν με τις ευωδιές τους

και το γλυκό εαρινό βήμα σου κυκλόδενε τα πόδια μου δίχως να πέφτω κάτω.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, η εγκατάλειψη. Έφυγα…

Πέρασε ο καιρός που το ποτήρι του καφέ

χτύπαγε άτσαλα τα δόντια μου.

Τότε που το γέλιο της πυγολαμπίδας δεν άντεχε τη μέρα μου.

Και οι άσπαρτοι αγροί ξεκούραζαν το μέλλον μου.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι αμυγδαλιές σου πρόσφεραν τον καρπό τους απλόχερα

και η τροφή μου είχε στο στόμα μου τη γεύση σου.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, η εγκατάλειψη. Ξέφυγα.

Πέρασε ο καιρός που τα μάτια μου κοίταζαν με προσήλωση

τον πετρωμένο τοίχο σου.

Τότε που φώναζα μόνο να φοβηθώ εγώ, φώναζα μέσα μου.

Και συ καμάρωνες το δίποδο σκυλί, εμένα,

σαν άκουγα στο πρόσταγμα.

Ήταν μια ωραία εποχή για σένα ’κείνη.

Οι πλάτανοι σου κέρναγαν σκιά το ηλιομεσήμερο, και γω,

ήλιος που δρόσιζα,

σου ’βρεχα τον ιδρώτα μου.

Μία εποχή ζήσαμε μόνο μαζί. Την άνοιξη.

Εκεί, στο μέρος που δήλωνα υποταγή, πειθαρχία, πίστη.

Μετά, σε στερήθηκα. Σώθηκα.