Κυριακή 27 Απριλίου 2008

Τα «ανάθεμα…»

Μυρίζω τα σκέλια σου, μάνα γη, και ξαναγεννιέμαι…
Αυτή η έντονη οσμή κλωτσάει απ’ τα ρουθούνια μου τα «ανάθεμα…»
Τόσο φυσική, που δε μπορώ να τη μπερδέψω με τη βρώμα
Τόσο φιλική, που δε μπορώ να την αλέσω μ’ ευωδιά


Τα «ανάθεμα…» τα ανθρώπινα, τα δήθεν απαραίτητα…
Καίνε με μίσος τη φωτιά και κυβερνούν το ψύχος
Αναστημένα ερπετά τυλίγονται στα πόδια μου
Σπαρταράει ο αυθορμητισμός, καθώς τον ξεψυχώνω


Σφυρί και αμόνι τα «ανάθεμα…»· βολεύομαι, δημιουργώ
Στα πόδια επάνω των σταχτών που άφησές μου πρόγονε
Νομίζω έτσι σε τιμώ και πελεκώ αρνιά σγουρά
Όσα για να υπνωτιστώ στου φεγγαριού το κρύο φως


Κοκκίνισαν τα χέρια μου στις άκρες των δακτύλων μου
Ντροπαλές φιγούρες σκιάζουν τα όνειρα που ’χα νωρίς το πρωί
Κοιτάζω στις παλάμες τις γραμμές που με κρατάνε ζωντανό
Άσεμνα πληκτρολογώ τα σκονισμένα γράμματα


Μυρίζω τα σκέλια σου, μάνα γη, και ξαναγεννιέμαι…
Η πρώτη σκέψη, η αληθινή· αυτή ποθώ, αυτή είμαι εγώ
Γυμνή και απροστάτευτη να μαστιγώνει ενοχές
Σκορπίζουνε τα «ανάθεμα…», τα πρέπει μου, για μια στιγμή· ομολογώ


Ανάθεμά σε, μάνα γη… με κάνεις τόσο ευάλωτο…