Ποτέ της δε τη συνήθισε. Όλη μέρα κινείτο πέρα δώθε μέχρι εκεί που πρόσταζε το μήκος της αλυσίδας αλλά πάντα πίστευε πως υπάρχει το λίγο παραπέρα. Και καθώς έκανε εκείνο το βήμα το παραπάνω, το διαβολεμένο τράνταγμα των πειθαρχημένων σιδερένιων κρίκων τη γύριζε πιστά στη θέση της. Στην αρχή τής «έφαγε» τις τρίχες. Έπειτα της έκανε πληγές. Μα εκείνη δε σταμάτησε ποτέ της να τραβά με μανία την αλυσίδα. Ίσως, την εμπόδιζε η συνήθεια να σταματήσει. Ώσπου έφτιαξε ένα ανεπούλωτο σημάδι στο σβέρκο της… να της θυμίζει παντοτινά πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία.

Ο κυρ Μένιος γνώριζε καλά αυτά τα ζώα. Δεν εκπαιδεύονται, δεν υποτάσσονται, δε διαφεντεύονται. Του το εξιστόρησαν όσοι μεγάλοι κυνηγοί θαύμαζε. Μα ποτέ του δεν πείστηκε γι’ αυτό. Ήταν βέβαιος πως αν ασχολείτο ο ίδιος θα κατάφερνε να εκπαιδεύσει το ελεύθερο κείνο ζώο. Γονάτισε, την πήρε στην αγκαλιά του και την έχωσε στη μεγάλη αριστερή τσέπη που είχε το μαύρο πανωφόρι του. Την πήρε σπίτι του από ένα καπρίτσιο.

Ο κυρ Μένιος έβγαλε τα πέτσινα γάντια του. Έσκυψε μπροστά στο άγριο ζώο κρατώντας ένα κομμάτι ωμό ελαφίσιο κρέας. Η λύκαινα κοντοστάθηκε άφοβα μπροστά του. Τα μάτια της έσταζαν οίκτο για κείνον. Γνώριζε ότι εξαιτίας του δεν έτρεξε ποτέ σε πράσινα λιβάδια, δεν

Μα, παρόλα αυτά, ο οίκτος δεν έλεγε να φύγει από το βλέμμα της.
Πλησίασε με θάρρος το χέρι του. Ο ιδρώτας του κυρ Μένιου μύριζε έντονα στα ρουθούνια της και η αγωνία του να πετύχει έπαλε ακανόνιστα το απλωμένο του χέρι. Άκουσε ένα δυνατό γέλιο καθώς έβαλε στο στόμα της το κρέας, γλείφοντάς του στοργικά το χέρι.

Εκείνη στράφηκε προς το κλουβί. Βρέθηκε δίπλα του με δυο δρασκελιές.
Έσκυψε το κεφάλι της και άφησε το κρέας που είχε στο στόμα της δίπλα στην αλυσίδα. Δε γύρισε να κοιτάξει τον κυρ Μένιο. Δεν αισθάνθηκε νικήτρια…απλά, ελεύθερη.
Έτρεξε στην όχθη του ποταμού και βούτηξε το ρύγχος της στα κρύα νερά για λίγα λεπτά της ώρας. Τα δάκρυά της δεν ανέβασαν ούτε τόσο δα τη στάθμη του νερού.
Ξάφνου, κοίταξε ψηλά, διάλεξε βουνό…χάθηκε…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου